Tαινία κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους σκηνοθετημένη από τον Κώστα Γαβρά, όπου αναπαριστώνται οι καταστροφές που υπέστη ο Παρθενώνας ανά τους αιώνες.
Ο Κώστας Γαβράς ξεκαθάρισε πως οι φιγούρες με τους μανδύες δεν αναπαριστούν ιερείς, αλλά Χριστιανούς της εποχής –ήταν σύνηθες τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού να καταστρέφονται αρχαία αγάλματα και άλλα έργα τέχνης, ως «παγανιστικά».
Ο Κώστας Γαβράς ξεκαθάρισε πως οι φιγούρες με τους μανδύες δεν αναπαριστούν ιερείς, αλλά Χριστιανούς της εποχής –ήταν σύνηθες τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού να καταστρέφονται αρχαία αγάλματα και άλλα έργα τέχνης, ως «παγανιστικά».
Στο τελευταίο μέρος της ταινίας ακούγεται απόσπασμα από το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα «Η κατάρα της Αθηνάς», σε αγγλική αφήγηση από τη Λυδία Κονιόρδου.
... με ελληνικούς στίχους...
«Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη·
όχι όπως εις τις χώρες του βορρά, σκοτεινιασμένος,
αλλ’ αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος.
Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή, χρυσή αχτίνα
και το πράσινο χρυσώνει, το ρυτιδωμένο κύμα.
Και στης Αίγινας το βράχο τον αρχαίο και στην Ύδρα
ο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα.
Πάνω απ’ το βασίλειό του ρίχνει τη φωτοχυσία,
αν κι ο κόσμος έχει πάψει να του κάνει πια θυσία.
Των κοφτών βουνών οι ίσκιοι μες στον κόλπο σου ριγμένοι,
τον φιλούν και τον χαϊδεύουν, Σαλαμίνα δοξασμένη!
Οι γαλάζιες τους οι άκρες μες στην απεραντοσύνη
βάφονται σαν την πορφύρα που ο βασιλιάς τη ντύνει.
Απαλά τα χρώματά του πάνω στις κορφές τα ρίχνει
και στολίζει ό,τι αγγίζει με τα χρυσαφένια ίχνη.
Ώσπου ο ήλιος, χαιρετώντας την πανώρια τούτη πλάση,
πίσ’ απ’ των Δελφών τα βράχια κρύβεται για να πλαγιάσει.
Τέτοιο, Αθήνα μου, ένα δείλι ήτανε που ο σοφός σου
εχαιρέτησε για πάντα τα’ απαλό, το χρυσό φως σου.
Με τι θλίψη οι καλοί σου οι πολίτες τη στερνή του
την αχτίδα την κοιτούσαν που ’παιρνε και την πνοή του…
Όχι ακόμα, όχι ακόμα, στα βουνά ο ήλιος μένει,
ειν’ απρόθυμος να δύσει και ακόμα περιμένει.
Αλλά πριν στου Κιθαιρώνα την κορφή να γείρει, πίνει
το πικρό ποτήρι ο γέρος και το πνεύμα παραδίνει.
Κι έφυγε η ψυχή που τα ’χε όλα περιφρονημένα,
που ’χε ζήσει και πεθάνει έτσι σαν άλλου κανένα.
Αλλά και στον κάμπο η νύχτα η βασίλισσα προβαίνει
απ’ του Υμηττού τα ύψη, δίχως όμως να υγραίνει
το ωραίο πρόσωπό της και να προμηνάει μπόρα.
Στη μαρμάρινη κολόνα τα φιλιά του στέλνει τώρα
το φεγγάρι. Κι εκεί κάτω, στου τζαμιού τον πύργο, λάμπει
το σημάδι του και γύρω αστραποβολούν οι κάμποι.
Οι πυκνοί μαύροι ελαιώνες κάτω είναι απλωμένοι
και ο Κηφισός κυλώντας απαλά γοργοδιαβαίνει.
Στο τζαμί τριγύρω – γύρω στέκονται τα κυπαρίσσια
και ο τρούλος του γυαλίζει με λαμπρότητα περίσσια.
Κι ένας φοίνικας θλιμμένος, στη θρησκευτική γαλήνη,
εκεί δίπλα στο Θησείο, μόνος έχει απομείνει.
Τί μαγευτικό τοπίο που προσφέρει εδώ η φύση,
και αναίσθητος θα είναι όποιον δεν τον συγκινήσει.
Του Αιγαίου πάλι ο φλοίσβος, που ακούγεται πιο πέρα,
νανουρίζει το περγιάλι μες στον καθαρό αέρα
και το ζαφειρένιο κύμα στη χρυσή ακτή χτυπάει
και τη γλύκα των χρωμάτων αλαργότερα την πάει.
Των νησιών εκεί στο βάθος η σκιά τραχιά μαυρίζει,
όταν απαλού πελάγου το χαμόγελο ανθίζει.
Έτσι αγνάντευα της γης μας και της θάλασσας τα κάλλη,
σαν τα βήματα σε τούτον το ναό με φέραν πάλι,
μόνο, δίχως να υπάρχουν φίλοι ή ανθρώποι άλλοι
στο μαγευτικό ετούτο και πανώριο ακρογιάλι,
που η τέχνη κι η ανδρεία είναι σαν μια οπτασία
και που βρίσκονται μονάχα σε ποιητικά βιβλία.
Κι όπως έστρεψε η ψυχή μου το ναό για να θαυμάσει
της θεάς, που οι ανθρώποι τώρα έχουν ατιμάσει,
οι παλιοί καιροί γυρίσαν, το παρόν πια είχε σβήσει
και ο Δόξα στην Ελλάδα γύριζε να κατοικήσει!
Και στο τέλος, μες στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος,
θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος·
λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ’ αγανακτήσει,
θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει.
Ώ, καταραμένη να ’ναι η ζωή του και ο τάφος
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος.
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σ’ εκεινού θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό ’χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα απ’ τον τάφο να τον πάει
και το μίσος αιωνίως και τους δυο να κυνηγάει.
Ο Ηρόστρατος και ο Έλγιν, και οι δυο ατιμασμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει»
via 5ο Χολαργού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου