26 Μαρ 2016

Καθημερινές λέξεις – φράσεις, με βυζαντινές ρίζες

Oι Bυζαντινοί, συχνά στους δρόμους και στις πλατείες διασκέδαζαν, παρακολουθώντας το
θέαμα της διαπόμπευσης. Οι κλέφτες, οι μοιχοί και οι μοιχαλίδες, οι δειλοί, οι μέθυσοι, οι αντάρτες, σημαντικά πρόσωπα που εξέπιπταν του αξιώματός τους όπως στρατηγοί, πατριάρχες, ακόμα και αυτοκράτορες, εξευτελίζονταν με την ατιμωτική αυτή διαδικασία.

Η διαπόμπευση ήταν πολύ συνηθισμένη, κάτι που αποδεικνύεται από το πλήθος των φράσεων που σχετίζονται με αυτήν.

Αυτός που επρόκειτο να διαπομπευτεί κουρευόταν. Σήμερα το κοντό μαλλί δεν έχει τίποτα το προσβλητικό, τότε όμως που οι πολίτες, εκτός από τους μοναχούς και τους κληρικούς, είχαν μακριά μαλλιά, το να παρουσιαστεί κάποιος κουρεμένος ήταν μεγάλη προσβολή.
Εκτός από αυτούς που πενθούσαν, μόνο οι τιμωρημένοι κουρεύονταν, για αυτό και η φράση «ο δείνα τυπτόμενος και κουρευόμενος, εξοριζέσθω».



Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, θα καταλάβουμε τις σημερινές φράσεις: "άντε πήγαινε να κουρευτείς", δηλαδή είσαι τόσο φαύλος, ώστε σου αξίζει να κουρευτείς.

Στη συνέχεια, αυτοί που επιτηρούσαν τους διαπομπευόμενους, για να προκαλέσουν το γέλιο των θεατών τους, τους άλειφαν με ασβόλη (καπνιά, φούμο) και από δω βγήκε η φράση «αποσβολώθηκα ή έμεινα αποσβολωμένος», δηλαδή, ντράπηκε τόσο πολύ ο άνθρωπος που τον διαπόμπευαν, όταν του άλειψαν το πρόσωπο με ασβόλη, ώστεV«αποσβολώθηκε, έμεινε αποσβολωμένος».

Την ασβόλη τότε την έλεγαν μούντζα (= μουντό χρώμα). Απ’ εδώ έχουμε την αρχή του ρήματος μουντζώνω ή μουντζουρώνω, καθώς και οι φράσεις: «έφυγε μουντζουρωμένος», δηλαδή ντροπιασμένος, «κοίταξε να μην με μουντζουρώσεις», να μη με προσβάλλεις, «έννοια σου κι εγώ σε βάφω», δηλαδή θα σε τιμωρήσω.


Και επειδή την ασβόλη, την αιθάλη, την άλειβαν στο πρόσωπο του «περιαγόμενου» παίρνοντας την με την παλάμη του χεριού και κατόπιν άνοιγαν τα δάχτυλα τους, γι’ αυτό και το υβριστικό σχήμα του ανοίγματος της παλάμης πήρε το όνομα μούτζα και το ρήμα μουτζώνω, που συνώνυμο του είναι το ρήμα φασκελώνω ή σφακελώνω.

Αντί για ασβόλη- καπνιά, μερικές φορές το πρόσωπου του τιμωρημένου το άλειφαν με μια ερυθρή βαφή. Από εδώ βγήκε και η φράση κόκκινος, θα σε κοκκίνισε ή είναι κοκκινισμένος, που το λέμε για τον απελπισμένο άνθρωπος που είναι στο χείλος της καταστροφής.

Αυτός που αποδεικνύεται αθώος, παρουσιάζεται στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ αντιθέτως ο ένοχος και ο διαπομπευόμενος με μαύρο. Γι αυτό λέμε σήμερα βγήκε ασπροπρόσωπος ή να με βγάλεις ασπροπρόσωπο ή κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις, δηλ. να μη με κάνεις να ντραπώ για τη συμπεριφορά σου.

Τον ένοχο κατόπιν τον ανέβαζαν πάνω σε γάιδαρο, γυρισμένο ανάποδα και να κρατά την ουρά του ζώου. Από δω βγήκε η φράση «τον ανέβασαν στο γάιδαρο» και επίσης «νόμιζα ότι ήμουν καβάλα σε γάιδαρο» που δηλώνουν την ντροπή.
Τον περιφερόμενο όχι μόνο τον κορόιδευαν αλλά και για να γίνεται θόρυβος, του κρεμούσαν κουδούνια από το λαιμό του ή τον υποδέχονταν με κωδωνοκρουσίες. Έτσι έχουμε τις φράσεις «του βάρεσαν καμπάνες» και γρήγορα θα «ακούσεις την καμπάνα σου» δηλαδή την τιμωρία σου. Επίσης λέμε ¨του κρέμασαν κουδούνια» εννοώντας ότι τον τιμώρησαν, όταν μαθεύτηκαν οι πράξεις του.

Τέλος η διαπόμπευση στο βυζάντιο λεγόταν συγύρισμα και συγυρίζω. Από δω ασφαλώς βγήκε η απειλητική φράση "θα σε συγυρίσω".

«Εν Μέση Οδώ»


Πολλές φορές προτείνουμε να ακολουθηθεί η μέση οδός. Δηλαδή μια λύση μεταξύ δύο ακραίων προτάσεων.

Άλλες φορές όμως χρησιμοποιούμε την έκφραση "εν μέση οδώ", για να δηλώσουμε κάτι ανάρμοστο που έγινε δημοσίως. Στην ομιλουμένη λέμε «μεσ’ τη μέση του δρόμου» προφανώς μεταφέροντας το «μέση οδός» στη σημερινή γλώσσα. πχ. "Σταμάτα να φωνάζεις μεσ’ τη μέση του δρόμου". Η οδός όμως είναι η τυχούσα οδός; Είναι το ίδιο να πεις ή να κάνεις κάτι στην οδό Σταδίου ή σε κάποιο απόμερο συνοικιακό δρόμο; Επίσης οποιοσδήποτε και αν είναι ο δρόμος γιατί η μέση του να είναι πιο εκτεθειμένη από τις άκρες;

Περιτριγυρισμένη από επτά λόφους, η Κωνσταντινούπολη, όπως και η Ρώμη, διαιρέθηκε σε 14 περιοχές (ρεγεώνες- Lat. regione). Το κέντρο του παλαιού Βυζαντίου, το Τετράστοον, μαζί με τον κοντινό ιππόδρομο, επαναπροσδιορίστηκε αρχιτεκτονικά και μετονομάστηκε σε Αυγουσταίον, προς τιμή της Αυγούστας Ελένης, μητέρας του Κωνσταντίνου. Συνδυάστηκε με το νέο φόρο (αγορά) του Κωνσταντίνου, κοντά στον οποίο διακλαδωνόταν η Μέση οδός, ο κύριος οδικός άξονας της πόλης που οδηγούσε μέχρι την πρώτη Χρυσή Πύλη. Στη δυτική πλευρά του Αυγουσταίου βρισκόταν ο ναός ο αφιερωμένος στην Αγία του Θεού Σοφία, και στα ανατολικά ανεγέρθηκε το πρώτο μέγαρο της Συγκλήτου. Ανατολικά του ιπποδρόμου βρισκόταν το αυτοκρατορικό παλάτι.

«Μέση οδός» ονομαζόταν ο δρόμος που ξεκινούσε από το Μίλλιον, (εκεί ήταν η Αγία Σοφία, ο Ιππόδρομος, το Αυγουσταίο, τα Λουτρά του Ζευξίππου), και περνούσε από τον Φόρο (αγορά) του Κωνσταντίνου, το Τετράπυλον, τον Φόρο του Θεοδοσίου (ή του Ταύρου), τον Φόρο του Βοός, τον Φόρο του Αρκαδίου, την Παλαιά Χρυσή Πύλη των τειχών του Κωνσταντίνου, περνούσε από το Σίγμα και έφθανε μέχρι την Ξυλόκερκον [Πύλη] που λέγονταν και «Δευτέρα Στρατιωτική».

Ονομάστηκε προφανώς έτσι γιατί χώριζε στην μέση την Κωνσταντίνου Πόλη. Η «Μέση» [εννοείται οδός] είναι κύριο ουσιαστικό και θα πρέπει να γράφεται με κεφαλαίο Μ.

Είναι φανερό ότι ήταν ο πιο κεντρικός και πολυσύχναστος δρόμος της Κωνσταντίνου Πόλης. ‘Αρα ό,τι γίνονταν ή λέγονταν στη Μέση, "εν Μέση οδώ", δημοσιοποιείτο αμέσως.

Ας μην ξεχνάμε πως η Μέση περνούσε από μεγάλα και πολυσύχναστα φόρα (πλ. του λατ. forum αγορές). Συνώνυμο του «εν μέση οδώ» ήταν και το «θα τα βγάλω όλα στα φόρα» … και όχι «στη φόρα» όπως λέμε λανθασμένα.

Οταν κάποιος κάνει μια ξαφνική δημόσια εμφάνιση λέμε οτι «πετάχτηκε στη Μέση» ή "βγήκε στή Μέση". Αντίθετα η φράση «πρέπει να βγεί απ΄την Μέση» σημαίνει "πρέπει να πάψει να εμφανίζεται δημοσίως".

Είναι τύπος και υπογραμμός


Οι Βυζαντινοί έδιναν μεγάλη σημασία στην καλλιγραφία. Ο δάσκαλος έγραφε τον υπογραμμό, δηλαδή μια λέξη ή μια σειρά με καλλιγραφικά γράμματα. Τα παιδιά έπειτα προσπαθούσαν να μιμηθούν τα γράμματα του δασκάλου. Από την προσπάθεια αυτή των μαθητών, δηλαδή να μιμηθούν τον υπογραμμό, έμεινε μέχρι τις μέρες μας η φράση: «Είναι τύπος και υπογραμμός», που σημαίνειαυτό που αξίζει κανείς να μιμηθεί.

Φτου κι απ’ την αρχή

Όταν, στα βυζαντινά χρόνια, τελείωναν τα παιδιά την καλλιγραφία τους, έδιναν στο δάσκαλο την πλάκα, για να τη διορθώσει. Μετά τη διόρθωση ο δάσκαλος ζητούσε από τα παιδιά να την ξαναγράψουν. Επειδή πολλές φορές δεν είχαν σφουγγάρι, έσβηναν την πλάκα με τα δάχτυλα, αφού προηγουμένως τα έφτυναν. Από τότε επικράτησε η φράση: «Φτου κι απ’ την αρχή».

Τρώει τα νύχια του για καβγά

Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβομε την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα, βέβαια, δυσκολότατο, γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν. Γι’ αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».

Παστρεύω


Το ρήμα αυτό, που σημαίνει σήμερα «καθαρίζω», προέρχεται από μικρής εκτάσεως αναγραμματισμό της λέξεως «σπαρτεύω», καθώς οι βυζαντινοί γιa να σκουπίσουν χρησιμοποιούσαν σάρωθρα φτιαγμένα από σπαρτά.

Λαβώνω

Η λέξη αρχικά δήλωνε τραυματισμό προερχόμενο από τις «λαβές» των παλαιστών. Αργότερα η έννοιά της έγινε γενικότερη.

Κουβέντα

Τον καιρό που η λατινική γλώσσα βρισκόταν σε ευρεία χρήση στο Βυζάντιο, η συνεδρίαση των δύο βουλευτικών σωμάτων του Κράτους ονομαζόταν «Cuventus». Έτσι προήλθε η λέξη «κουβέντα», που σημαίνει «συζήτηση».

Σκουλαρίκι

Όπως γνωρίζουμε, στην ελληνική γλώσσα, τα κοσμήματα των αυτιών (ώτων), ονομάζονται «ενώτια». Στο Βυζάντιο, οι άνδρες της φρουράς του Ανακτόρου φορούσαν τέτοια ενώτια. Επειδή οι ίδιοι ονομάζονταν «Σχολάριοι», τα κοσμήματα αυτά λέγονταν «σχολαρίκια ενώτια». Με την πάροδο του χρόνου, το ουσιαστικό «ενώτια» εκτοπίστηκε και ο επιθετικός προσδιορισμός «σχολαρίκια», παρεφθάρη σε «σκουλαρίκια».

Μακαρόνια

Δεν αντλούν την καταγωγή τους από την Ιταλία…! Από τα πανάρχαια χρόνια οι Έλληνες παρασκεύαζαν διαφόρων μορφών ζυμαρικά, κάποια από τα οποία αποκαλούσαν «μακαρία τροφή» ή «τροφή των μακάρων», δηλαδή αυτών που ζούσαν ευτυχείς μακρυά από τις λύπες. (Πρβλ. την «μακαρίνα», που παραδοσιακά παρασκευάζουν οι Πόντιοι).


Ψυχαγωγία

Κατά τη βυζαντινή εποχή, στα ορυχεία, άνοιγαν ειδικούς αγωγούς προκειμένου να αερίζονται οι στοές με καθαρό – ψυχρό – αέρα, σε αντίθεση με την αποπνικτική ζέστη που επικρατούσε στο υπέδαφος. Σήμερα η λέξη έχει και την ένοια της διασκέδασης.

Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα

Σήμερα η φράση αυτή χρησιμοποιείται ειρωνικά γιά να δηλώσει τις ασυναρτησίες που λέγει κάποιος. Φυσικά, σε καμμία περίπτωση δεν σχετίζεται με την… κανέλλα! Απλά ήταν ένα «κλισέ» που χρησιμοποιούσαν οι αγγελιοφόροι – αλλά και ο απλός κόσμος – γιά να ορίσουν σημείο συναντήσεως. Συνεπώς, το τμήμα «και στην κορφή κανέλλα» εσήμαινε: «και στην κορφή (του λόφου – η Κων/πολη είναι Επτάλοφος), κάν έλα (= αν μπορείς έλα)».

Του έψησαν το ψάρι στα χείλη

Όπως αναφέρει ο ιστορικός Θεοφάνης, στο Βυζάντιο κάποτε, ένας μοναχός, ονόματι Μεθόδιος, κατά την περίοδο της Σαρακοστής, συνελήφθη να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Η πράξη του αυτή θεωρήθηκε μεγάλο αμάρτημα. Το ηγουμενοσυμβούλιο της μονής αποφάσισε να τον τιμωρήσει καταδικάζοντάς τον να του γεμίσουν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και να του βάλουν στα χείλη ένα ωμό ψάρι, για να ψηθεί! Η φράση λοιπόν έμεινε ως δηλωτική της άδικης ή υπερβολικής κακοπάθειας ενός ανθρώπου.

Να μου τρυπήσεις τη μύτη

Κατά τη βυζαντινή εποχή συνήθιζαν να τρυπούν τις μύτες των αιχμαλώτων (ανάμεσα στα ρουθούνια). Η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε σε παιχνίδια με στοιχήματα.

Ψάρι πλακί

Προέρχεται από την τακτική των βυζαντινών να ψήνουν τα ψάρια με λάδι σε «ρηχή» πλάκα.

Με το νι (Ν) και με το σίγμα (Σ)

Στη βυζαντινή περίοδο πολλές λέξεις κατέληγαν σε «ν» ή «ς» και εθεωρούντο γραμματικά πληρέστερες σε σύγκριση με εκείνες που δεν είχαν κατάληξη σε ένα από τα δύο αυτά γράμματα. Γι’ αυτό και ολοκληρωμένες φράσεις θεωρούσαν εκείνες που είχαν πολλά «ν» και «ς». Σήμερα η φράση έχει την έννοια της πληρότητας μιάς αφηγήσεως.

Λόγια της καραβάνας

Την εποχή εκείνη η λέξη «καραβάνα» ταυτιζόταν νοηματικά με τη λέξη «καραβάνι». Η φράση λοιπόν σημαίνει τα λόγια που εκστομίζονται άσκοπα, απλώς γιά να περάσει η ώρα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

Πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη

Φράση με καταγωγή από την Αθήνα της κλασικής αρχαιότητας. Λεγόταν εν όψει σοβαρών κινδύνων ή λαχτάρας προερχομένης από φόβο, υπενθυμίζοντας τις αλλεπάλληλες φυγές των Αθηναίων αμάχων από την πόλη τους προς την Κούλουρη (Σαλαμίνα), κατά τις περσικές επιδρομές.

Θα σου αλλάξω την πίστη

Η έκφραση προέρχεται από τα δεινά των κατοίκων των ανατολικών βυζαντινών επαρχιών, που δεχόμενοι συνεχώς εισβολές από τις ορδές του Ισλάμ, αναγκάζονταν πολλές φορές να αλλάζουν την πίστη τους.

Οι παραπάνω αναφορές είναι ένα μικρό δείγμα της βυζαντινής παραδόσεως στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Είναι γενικώς παραδεκτό ότι η διαδοχή των γενεών βάζει τη δική της σφραγίδα εμπλουτισμού στο γλωσσικό μας αισθητήριο, που αντανακλά συνήθειες παλαιοτέρων εποχών. Άραγε, με δεδομένη τη δική μας σημερινή γλωσσοπενία, οι επίγονοί μας τι θα έχουν να θυμούνται από εμάς; Μήπως πράγματα που σχετίζονται μόνο με ξενόφερτους -και κατά το πλείστον βλακώδεις – νεολογισμούς;

Ας ελπίσουμε όχι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...